κανθαροποιός

κανθαροποιός
κανθᾰροποιός, ,
A maker of

κάνθαροι 11

, IG12(9).292 ([place name] Eretria).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κανθαροποιός — κανθαροποιός, ὁ (Α) επιγρ. κατασκευαστής κανθάρων*, ποτηριών με χαμηλή βάση και μεγάλες λαβές. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάνθαρος + ποιός (< ποιῶ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”